Μετάβαση στο περιεχόμενο

esse

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

esse (la)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

esse (la)

  • απαρέμφατο του ρήματος edo (τρώω)