accord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

accord < μέση αγγλική acorden < παλαιά γαλλική acorder < λατινική accordo < ad + cor

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accord (en)

  1. συμφωνία, σύμπτωση απόψεων και επιθυμιών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη covenant
  2. συμφωνία, αρμονία μεταξύ μερών ενός συνόλου
  3. συμφωνία μεταξύ διαδίκων
  4. διεθνής συμφωνία
  5. (μουσική) η συγχορδία



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɔʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accord (fr)

  1. η συμφωνία
  2. (μουσική) η συγχορδία

Εκφράσεις[επεξεργασία]

il agit en accord avec le règlement : δρα σύμφωνα με τον κανονισμό.
ils se sont mis d'accord, ils sont tombés d'accord - συμφώνησαν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]