covenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
covenant | covenants |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]covenant (en)
- η συμφωνία, η διαθήκη
- ↪ Christ’s coming to earth laid the foundations for the contracting of a new covenant between God and man.
- Ο ερχομός του Χριστού στη γη έθεσε τις βάσεις για τη σύναψη μιας νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
- ≈ συνώνυμα: accord, agreement, pact και stipulation
- ↪ Christ’s coming to earth laid the foundations for the contracting of a new covenant between God and man.