Μετάβαση στο περιεχόμενο

covenant

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
covenant covenants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

covenant (en)

  • η συμφωνία, η διαθήκη
      Christ’s coming to earth laid the foundations for the contracting of a new covenant between God and man.
    Ο ερχομός του Χριστού στη γη έθεσε τις βάσεις για τη σύναψη μιας νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
     συνώνυμα:  accord, agreement, pact και stipulation