covenant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

covenant (en)

  1. συμβόλαιο, συμφωνία, σύμβαση, σύμφωνο, ρητή δέσμευση[1]
    • συμφωνητικό
      • landlord covenant: συμβόλαιο ενοικίασης, συμφωνητικό μίσθωσης, μισθωτήριο συμβόλαιο, μισθωτήριο
        Συνώνυμα: property rental contract
  2. ιερό συμβόλαιο
  3. υπόσχεση, σοβαρή δέσμευση