stipulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stipulation (en)
- κάτι που συνομολογείται ως όρος μιας συμφωνίας
- ρήτρα, όρος συμβολαίου
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stipulation | stipulations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stipulation (fr) θηλυκό