Μετάβαση στο περιεχόμενο

stipulation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stipulation (en)

  1. κάτι που συνομολογείται ως όρος μιας συμφωνίας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη covenant
  2. ρήτρα, όρος συμβολαίου



      ενικός         πληθυντικός  
stipulation stipulations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stipulation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]