ρήτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρήτρα | οι | ρήτρες |
γενική | της | ρήτρας | των | ρητρών |
αιτιατική | τη | ρήτρα | τις | ρήτρες |
κλητική | ρήτρα | ρήτρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρήτρα < αρχαία ελληνική ῥήτρα < εἴρω < πρωτοελληνική *wéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werh₁ (μιλώ) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική clause[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɾi.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρή‐τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρήτρα θηλυκό
- (νομικός όρος) (πρόσθετος) όρος ή πρόβλεψη συμβολαίου, σύμβασης ή συμφωνίας, που συχνά έχει εγγυητικό χαρακτήρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρήτρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)