agreement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agreement | agreements |
agreement (en)
- η συμφωνία, πράξη με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα δέχονται να ρυθμίσουν ένα ζήτημα που αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις
- ⮡ an explicit/implicit agreement - ρητή/σιωπηρά συμφωνία
- ⮡ We made an agreement for him to pay me in cash.
- Κάναμε συμφωνία να με πληρώσει τοις μετρητοίς.
- ≠ αντώνυμα: disagreement
- (μη μετρήσιμο) η συμφωνία, σύμφωνος, η κατάσταση του να μοιράζομαι την ίδια γνώμη ή συναίσθημα
- ⮡ There’s no agreement on what should happen.
- Δεν υπάρχει συμφωνία για το τι πρέπει να γίνει.
- ⮡ We came to some kind of agreement.
- Καταλήξαμε σε κάποιου είδους συμφωνία.
- ⮡ I don’t disagree, but that doesn’t also mean that I am totally in agreement.
- Δε διαφωνώ, αλλά αυτό δε θα πει ότι είμαι και τελείως σύμφωνος.
- ⮡ There’s no agreement on what should happen.