agree

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας agree
γ΄ ενικό ενεστώτα agrees
αόριστος agreed
παθητική μετοχή agreed
ενεργητική μετοχή agreeing

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

agree (en)

  • συμφωνώ
    You are not wrong, but I don’t agree with you.
    Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]