agree
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | agree |
γ΄ ενικό ενεστώτα | agrees |
αόριστος | agreed |
παθητική μετοχή | agreed |
ενεργητική μετοχή | agreeing |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
agree (en)