agree
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | agree |
γ΄ ενικό ενεστώτα | agrees |
αόριστος | agreed |
παθητική μετοχή | agreed |
ενεργητική μετοχή | agreeing |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
agree (en)
- συμφωνώ
- ↪ You are not wrong, but I don’t agree with you.
- Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.
- ↪ You are not wrong, but I don’t agree with you.