abbot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abbot | abbots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abbot (en)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abbot (sv)