Μετάβαση στο περιεχόμενο

abhor

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας abhor
γ΄ ενικό ενεστώτα abhors
αόριστος abhorred
παθητική μετοχή abhorred
ενεργητική μετοχή abhorring

abhor (en) (όχι στα continuous tenses)

Συγγενικά

[επεξεργασία]