hate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hate hates

hate (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το μίσος
    He is full of hate for someone.
    Είναι γεμάτος μίσος για κάποιον.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hatred
  2. (ανεπίσημο) ένα άτομο ή ένα πράγμα που μισώ
    Plastic flowers are one of my particular hates.
    Τα πλαστικά λουλούδια είναι ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας hate
γ΄ ενικό ενεστώτα hates
αόριστος hated
παθητική μετοχή hated
ενεργητική μετοχή hating

hate (en) (όχι συνήθως στα continuous tenses)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μισώ, σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
    I don’t hate you.
    Δεν σε μισώ.
    I hate being interrupted/working overtime.
    Σιχαίνομαι να με διακόπτουν/να κάνω υπερωρίες.
     συνώνυμα: can’t standabhor, abominate, despise, detest και loathe, → και δείτε  Wikisaurus:hate
  2. (χωρίς παθητική φωνή, hate to) λυπάμαι πάρα πολύ, χρησιμοποιείται όταν λέω κάτι που θα προτιμούσα να μην χρειάζεται να πω ή όταν ζητώ ευγενικά να κάνω κάτι
    I hate to bother you, but…
    Λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ, αλλά…