pet hate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
pet hate (en) (βρετανικά αγγλικά)
- (ιδιωματισμός) πράγμα που σιχαίνομαι
- ↪ Plastic flowers are one of my pet hates.
- Τα πλαστικά λουλούδια είναι ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι.
- ≈ συνώνυμα: pet peeve (αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ Plastic flowers are one of my pet hates.