pet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Pet., pět

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

pet (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pet pets

pet (en)

  1. το κατοικίδιο ζώο
  2. ο χαϊδεμένος

Ρήμα[επεξεργασία]

pet (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pet pets

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pet (fr) θηλυκό



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pet (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

pet (sh)