αποτσίγαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
      γενική του αποτσίγαρου των αποτσίγαρων
    αιτιατική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
     κλητική αποτσίγαρο αποτσίγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτσίγαρο < από την πρόθεση από και το ουσιαστικό τσιγάρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποτσίγαρο ουδέτερο

  • αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]