αποτσίγαρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτσίγαρο ουδέτερο
- αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει
- ※ ..το σχολείο ήταν χτισμένο στις παρυφές της Πάνω Πόλης. Σ'εκείνη την αυλή των θαυμάτων, τη στρωμένη ροχάλες, αποτσίγαρα και πρωτόγονα διαφημιστικά τρικάκια από φροντιστήρια σε μαύρο άσπρο, χειμαζόταν ένα μεγάλο κοπάδι εφήβων. (Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, 2016)