Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποτσίγαρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
      γενική του αποτσίγαρου των αποτσίγαρων
    αιτιατική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
     κλητική αποτσίγαρο αποτσίγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αποτσίγαρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτσίγαρο < απο- + τσιγάρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποτσίγαρο ουδέτερο

  • αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει
      ..το σχολείο ήταν χτισμένο στις παρυφές της Πάνω Πόλης. Σ'εκείνη την αυλή των θαυμάτων, τη στρωμένη ροχάλες, αποτσίγαρα και πρωτόγονα διαφημιστικά τρικάκια από φροντιστήρια σε μαύρο άσπρο, χειμαζόταν ένα μεγάλο κοπάδι εφήβων. (Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, 2016)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]