butt
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
butt
butts
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
butt
(en)
(
αμερικανικά αγγλικά
,
ανεπίσημο
) ο
πάτος
↪
a person’s
butt
- ο
πάτος
ενός ανθρώπου
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
buttock
Σύνθετα
[
επεξεργασία
]
buttface
butthead
butt-ugly
Πηγές
[
επεξεργασία
]
butt (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
butt (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αμερικανικοί όροι (αγγλικά)
Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
বাংলা
Català
Corsu
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Malagasy
മലയാളം
Монгол
ဘာသာမန်
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
Татарча / tatarça
اردو
Tiếng Việt
中文