butt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
butt butts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

butt (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]