turniĝadita
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
turniĝadita
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
turniĝadita (eo)
- αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος turniĝadi
turniĝadita
turniĝadita (eo)