twardość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

twardość < twardy

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

twardość (pl) θηλυκό