twardość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
twardość < twardy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
twardość (pl) θηλυκό
- (φυσική) η σκληρότητα
twardość < twardy
twardość (pl) θηλυκό