unumetra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
unumetra (eo)
- {για αποστάσεις, ύψος, κλπ.) ενός μέτρου
- unumetra alteco - ύψος ενός μέτρου
unumetra (eo)