urcéole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

urcéole (fr)θηλυκό

  • κυαθοειδές κοίλωμα (σε φυτά)