urlop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

urlop (pl) αρσενικό

  1. άδεια
    w przyszłym tygodniu biorę urlop i jadę na Wyspy Kanaryjskie - την επόμενη εβδομάδα θα πάρω άδεια και θα πάω στις Κανάριες Νήσους
  2. διακοπές