verärgert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
verärgert (de)
- εκνευρισμένος
- du siehst ganz verärgert aus - φαίνεσαι τελείως εκνευρισμένος
verärgert (de)