verliest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

verliest (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος verliezen
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος verliezen