vestiĝinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
vestiĝinta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]vestiĝinta (eo)
- αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος vestiĝi
vestiĝinta
vestiĝinta (eo)