vestiĝinta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

vestiĝinta

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

vestiĝinta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος vestiĝi