vigliĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vigliĝi < vigl(a) + iĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα vigliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vigliĝas vigliĝanta vigliĝata
αόριστος vigliĝis vigliĝinta vigliĝita
μέλλοντας vigliĝos vigliĝonta vigliĝota
υποθετική vigliĝus - -
προστακτική vigliĝu - -

vigliĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

vigligxi, viglighi, viglig'i