vrata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vrata (bs) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vrata (hr) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vrata (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vrata (sl)