wecken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

wecken (de)

  • ξυπνώ (κάποιον)
    kannst du mich morgen um acht Uhr wecken? - μπορείς να με ξυπνήσεις αύριο στις οχτώ (η ώρα);

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]