wielokrotnie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wielokrotnie < wielokrotny
Επίρρημα[επεξεργασία]
wielokrotnie (pl)
- πολλές φορές, πολλάκις