wyrocznia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wyrocznia < wyrok

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wyrocznia (pl) θηλυκό