Μετάβαση στο περιεχόμενο

zélé

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

zélé (fr), zélée

Il est très zélé avec son travail. Είναι πολύ αφοσιωμένος (ενθουσιώδης) με την εργασία του.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

zèle