zweed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Zweed

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

zweed (nl)

  • πρώτο πρόσωπο ενικού του zweden