ĉarmi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ĉarmi < ĉarm + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ĉarmi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĉarmas ĉarmanta ĉarmata
αόριστος ĉarmis ĉarminta ĉarmita
μέλλοντας ĉarmos ĉarmonta ĉarmota
υποθετική ĉarmus - -
προστακτική ĉarmu - -

ĉarmi (eo)