γοητεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γοητεύω < (ελληνιστική κοινή) γοητεύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣo.iˈte.vo/
Ρήμα
[επεξεργασία]γοητεύω, πρτ.: γοήτευα, στ.μέλλ.: θα γοητεύσω και γοητέψω, αόρ.: γοήτευσα και γοήτεψα, παθ.φωνή: γοητεύομαι, μτχ.π.π.: γοητευμένος
- ελκύω ερωτικά
- κατακτώ την ψυχή κάποιου, τον μαγεύω, τον κάνω να προσηλώνεται πάνω μου, τον ενθουσιάζω και του προσφέρω μεγάλη ευχαρίστηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γοητεύω | γοήτευα | θα γοητεύω | να γοητεύω | γοητεύοντας | |
β' ενικ. | γοητεύεις | γοήτευες | θα γοητεύεις | να γοητεύεις | γοήτευε | |
γ' ενικ. | γοητεύει | γοήτευε | θα γοητεύει | να γοητεύει | ||
α' πληθ. | γοητεύουμε | γοητεύαμε | θα γοητεύουμε | να γοητεύουμε | ||
β' πληθ. | γοητεύετε | γοητεύατε | θα γοητεύετε | να γοητεύετε | γοητεύετε | |
γ' πληθ. | γοητεύουν(ε) | γοήτευαν γοητεύαν(ε) |
θα γοητεύουν(ε) | να γοητεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γοήτευσα | θα γοητεύσω | να γοητεύσω | γοητεύσει | ||
β' ενικ. | γοήτευσες | θα γοητεύσεις | να γοητεύσεις | γοήτευσε | ||
γ' ενικ. | γοήτευσε | θα γοητεύσει | να γοητεύσει | |||
α' πληθ. | γοητεύσαμε | θα γοητεύσουμε | να γοητεύσουμε | |||
β' πληθ. | γοητεύσατε | θα γοητεύσετε | να γοητεύσετε | γοητεύστε | ||
γ' πληθ. | γοήτευσαν γοητεύσαν(ε) |
θα γοητεύσουν(ε) | να γοητεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γοητεύσει | είχα γοητεύσει | θα έχω γοητεύσει | να έχω γοητεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις γοητεύσει | είχες γοητεύσει | θα έχεις γοητεύσει | να έχεις γοητεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει γοητεύσει | είχε γοητεύσει | θα έχει γοητεύσει | να έχει γοητεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γοητεύσει | είχαμε γοητεύσει | θα έχουμε γοητεύσει | να έχουμε γοητεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε γοητεύσει | είχατε γοητεύσει | θα έχετε γοητεύσει | να έχετε γοητεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γοητεύσει | είχαν γοητεύσει | θα έχουν γοητεύσει | να έχουν γοητεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γοητεύομαι | γοητευόμουν(α) | θα γοητεύομαι | να γοητεύομαι | ||
β' ενικ. | γοητεύεσαι | γοητευόσουν(α) | θα γοητεύεσαι | να γοητεύεσαι | (γοητεύου) | |
γ' ενικ. | γοητεύεται | γοητευόταν(ε) | θα γοητεύεται | να γοητεύεται | ||
α' πληθ. | γοητευόμαστε | γοητευόμαστε γοητευόμασταν |
θα γοητευόμαστε | να γοητευόμαστε | ||
β' πληθ. | γοητεύεστε | γοητευόσαστε γοητευόσασταν |
θα γοητεύεστε | να γοητεύεστε | (γοητεύεστε) | |
γ' πληθ. | γοητεύονται | γοητεύονταν γοητευόντουσαν |
θα γοητεύονται | να γοητεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γοητεύτηκα | θα γοητευτώ | να γοητευτώ | γοητευτεί | ||
β' ενικ. | γοητεύτηκες | θα γοητευτείς | να γοητευτείς | γοητεύσου | ||
γ' ενικ. | γοητεύτηκε | θα γοητευτεί | να γοητευτεί | |||
α' πληθ. | γοητευτήκαμε | θα γοητευτούμε | να γοητευτούμε | |||
β' πληθ. | γοητευτήκατε | θα γοητευτείτε | να γοητευτείτε | γοητευτείτε | ||
γ' πληθ. | γοητεύτηκαν γοητευτήκαν(ε) |
θα γοητευτούν(ε) | να γοητευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γοητευτεί | είχα γοητευτεί | θα έχω γοητευτεί | να έχω γοητευτεί | γοητευμένος | |
β' ενικ. | έχεις γοητευτεί | είχες γοητευτεί | θα έχεις γοητευτεί | να έχεις γοητευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει γοητευτεί | είχε γοητευτεί | θα έχει γοητευτεί | να έχει γοητευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γοητευτεί | είχαμε γοητευτεί | θα έχουμε γοητευτεί | να έχουμε γοητευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε γοητευτεί | είχατε γοητευτεί | θα έχετε γοητευτεί | να έχετε γοητευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γοητευτεί | είχαν γοητευτεί | θα έχουν γοητευτεί | να έχουν γοητευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γοητευμένος - είμαστε, είστε, είναι γοητευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γοητευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γοητευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γοητευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γοητευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γοητευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γοητευμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γοητεύω | γοητεύομαι |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | ||
Αόριστος | (ἐξ)εγοήτευσα | ἐγοητεύθην |
Παρακείμενος | γεγοήτευμαι | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γοητεύω