φενακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φενακίζω < αρχαία ελληνική φενακίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

φενακίζω

  1. εξαπατώ


Κλίση[επεξεργασία]


Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  φενακίζω   φενακίζομαι 
Παρατατικός  ἐφενάκιζον 
Μέλλοντας  φενακιῶ 
Αόριστος  ἐφενάκισα   ἐφενακίσθην 
Παρακείμενος  πεφενάκικα   πεφενάκισμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φενακίζω < φέναξ + -ιζω (ο απατεώνας)

Ρήμα[επεξεργασία]

φενακίζω

  1. φέρομαι δόλια, εξαπατώ, καταδολιεύω, λέω ψέματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • πηνικίζω ή πηνηκίζω