γοάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γοῶ | γοῶμαι |
Παρατατικός | γόων | |
Μέλλοντας | γοήσω | |
Αόριστος | ἐγόησα | |
Παρακείμενος | ||
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γοάω < γόος
Ρήμα
[επεξεργασία]γοάω-γοῶ (συγγενές με το βοάω-βοῶ)
- στενάζω, πενθώ, θρηνώ γοερά