ΒΣΤ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΒΣΤ < Βάση Στρατιωτικού Ταχυδρομείου
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Β.Σ.Τ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Βάση Στρατιωτικού Ταχυδρομείου