δυσβάστακτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}=== δυσβαστακτος, δυσβαστακτη, δυσβαστακτο
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# που παρά λίγο να μην μπορέσει κάποιος να το [[αντέχω|αντέχει]], να το υποφέρει
# που παρά λίγο να μην μπορέσει κάποιος να το [[αντέχω|αντέχει]], να το υποφέρει
#: '''''δυσβάστακτο''' κόστος, '''δυσβάστακτη''' απώλεια''
#: '''''δυσβάστακτο''' κόστος, '''δυσβάστακτη''' απώλεια''

Αναθεώρηση της 13:21, 17 Φεβρουαρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυσβάστακτος < λείπει η ετυμολογία

=== Επίθετο=== δυσβαστακτος, δυσβαστακτη, δυσβαστακτο δυσβάστακτος

  1. που παρά λίγο να μην μπορέσει κάποιος να το αντέχει, να το υποφέρει
    δυσβάστακτο κόστος, δυσβάστακτη απώλεια

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «δυσβαστακτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'δυσβάστακτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'δυσβάστακτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «δυσβαστακτοσ».