απρόσκοπτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|απροσκοπτα}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 19:15, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απρόσκοπτα < απρόσκοπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπρόσκοπτος (που δε συναντά εμπόδια) < α- στερητικό + προσκόπτω (σκοντάφτω)

Επίρρημα

απρόσκοπτα

  1. ανεμπόδιστα, ελεύθερα


Μεταφράσεις