compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: it:compte
μ Ρομπότ: Προσθήκη: th:compte
Γραμμή 44: Γραμμή 44:
[[ru:compte]]
[[ru:compte]]
[[sv:compte]]
[[sv:compte]]
[[th:compte]]
[[tr:compte]]
[[tr:compte]]
[[vi:compte]]
[[vi:compte]]

Αναθεώρηση της 11:20, 15 Νοεμβρίου 2016

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

compte (fr), des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Συγγενικά

compter, comptabilité