compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: th:compte
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:compte
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
[[de:compte]]
[[de:compte]]
[[en:compte]]
[[en:compte]]
[[eo:compte]]
[[es:compte]]
[[es:compte]]
[[et:compte]]
[[et:compte]]

Αναθεώρηση της 19:24, 25 Φεβρουαρίου 2017

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

compte (fr), des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Συγγενικά

compter, comptabilité