Κιτσέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κιτσέ < Quiche
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Κιτσέ ουδέτερο
- διοικητικό διαμέρισμα της Γουατεμάλας, (νομός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κιτσέ
|