Κορνέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κορνέτο, ή Ταρκουίνια < ιταλική Corneto (Tarquinia)

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Κορνέτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]