Σλοβένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σλοβένος < Σλοβενία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Σλοβένος αρσενικό (θηλυκό Σλοβένα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Σλοβενία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σλοβένος
|