Στέντωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στέντωρ < στένω (βρυχώμαι, κραυγάζω, αλλά και θρηνώ, στενάζω)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στέντωρ αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]