άμποτες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμποτες < άμποτε (αναλογικά με τα χθες, κάποτες κλπ.) < αν ποτέ

Επιφώνημα[επεξεργασία]

άμποτες