έποψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έποψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έποψις θηλυκό

  1. ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι
  2. η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι: "απ` αυτή την έποψη το πρόβλημα λύθηκε".

Μεταφράσεις[επεξεργασία]