αλακάπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλακάπα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλακάπα (τροπικό επίρρημα)
- (ιδιωματικό) που είναι ανάποδα, με το μέσα έξω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- {{Π:Κουσαθανάς|435}