αναξέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναξέω < (ελληνιστική κοινή) ἀναξέω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναξέω

  • ξύνω πληγές που ήταν έτοιμες να κλείσουν, αναμοχλεύω πάθη που οι περισσότεροι θέλουν να λησμονηθούν, "τα σκαλίζω"

Μεταφράσεις[επεξεργασία]