αναπάλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναπάλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπάλλομαι
- ταλαντώνομαι, τινάζομαι προς τα πάνω, πετάγομαι πάνω
- το τζιτζίκισμα σαν ήχος παράγεται επειδή αναπάλλεται μια μεμβράνη στο θώρακα του τζιτζικιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπάλλομαι
|