αναπάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναπάλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπάλλομαι

  1. ταλαντώνομαι, τινάζομαι προς τα πάνω, πετάγομαι πάνω
    το τζιτζίκισμα σαν ήχος παράγεται επειδή αναπάλλεται μια μεμβράνη στο θώρακα του τζιτζικιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]