αναχωνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναχωνεύω < αρχαία ελληνική ἀναχωνεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναχωνεύω
- λειώνω ξανά μέταλλο και ειδικότερα νόμισμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναχωνεύω
|