ανθορροώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθορροώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ανθορροώ

  • πέφτουν τα άνθη μου
    ※  νὰ νιώθω πὼς ἀκέριο μου τὸ πνέμα ἀνθορροεί. (Άγγελος Σικελιανός, Πάσχα των Ελλήνων, Ύμνος στην Παναγία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]