ανοσοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοσοποιώ < ανοσία

Ρήμα[επεξεργασία]

ανοσοποιώ

  • εξασφαλίζω ανοσία.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]